ἐπιχωρῶ

ἐπιχωρῶ
ἐπιχωρέω
yield
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιχωρέω
yield
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιχωρέω
yield
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπιχωρέω
yield
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιχωρώ — ἐπιχωρῶ, έω (Α) 1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.) 2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.) 3. δίνω την άδεια 4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν»,… …   Dictionary of Greek

  • επιχώρησις — ἐπιχώρησις, ἡ (AM) [επιχωρώ] μσν. χωρητικότητα αρχ. παραχώρηση, χορήγηση άδειας …   Dictionary of Greek

  • συνεπιχωρώ — έω, A συγκατατίθεμαι κι εγώ, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιχωρῶ «συμφωνώ, ενδίδω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”